Ἔχεις περάσει καιρὸ τώρα τὰ 80, μπαρμπα-Γιάννη. Μιὰ ζωὴ ἁπλὸς ἀγρότης.
Σκαμμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τοὺς καύσωνες ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω σου.
Πρόσωπο ποὺ τόσες φορὲς τὸ ἔβρεξε ὁ ἱδρώτας, καθὼς ὄργωνες, ἔσπερνες, σκάλιζες, ράντιζες μὲ τὸ φάρμακο – δηλητήριο, κι ὁ ἀέρας πολλὲς φορὲς τό ᾿φερνε πάνω σου. Κουράστηκες, ἀλήθεια! Δίπλωνες τὸ σῶμα σου στὰ δύο καὶ ἔσκυβες γιὰ ὧρες νὰ μαζέψεις τὰ φύλλα τοῦ καπνοῦ ἀπ’ τὶς καπνόριζες. Τό ᾿κανες μὲ ἱκανοποίηση ὅμως, γιατὶ ζοῦσε ἡ οἰκογένειά σου ἀπ᾿ αὐτό. Κι ὅταν οἱ πολλοὶ πήγαιναν διακοπές, ἐσὺ τότε ἔπρεπε νὰ μαζέψεις τὸν καπνό.