«Δεν ξέρω, αλλά φαίνεται ότι ο Άγιος Ιωάννης έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα μικρά παιδιά.»
«Έχει κάνει πάρα πολλά θαύματα σε παιδιά. Το παιδάκι γεννήθηκε με μια τρομερή αναπηρία. Τα πόδια του ήταν γυρισμένα και κολλημένα στις πλάτες του. Οι ωμοπλάτες του παιδιού και τα πόδια ήταν ένα, μία σάρκα. Η επιστήμη με αλλεπάλληλες επεμβάσεις αποκόλλησε τα πόδια, τα έφερε στην ευθεία, αλλά είπαν στους γονείς, μετά από προσπάθειες 3-4 χρόνων, ότι το παιδάκι δε θα περπατήσει, γιατί από τη μέση και κάτω είναι παράλυτο, δεν υπάρχουν νευρώσεις για να συσφίγγουν το παιδί και να το κρατούν όρθιο.
Οι γονείς πήραν το παιδί και γύρισαν στην Ισταία. Άφησαν το παράλυτο παιδάκι στο κρεβάτι, η μητέρα του βγήκε έξω και ο πατέρας του πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του παιδιού, το κοίταξε, άρχισε να κλαίει και θυμήθηκε τον Άγιο Ιωάννη, λέγοντας: «Άγιε μου Γιάννη, δεν θα μπορέσω σαν πατέρας να σηκώσω αυτό το σταυρό σ’ όλη μου τη ζωή. Σε ικετεύω να μου πάρεις το σταυρό κάνοντας καλά το παιδί μου. Δεν έχω να φέρω στη χάρη σου τίποτε. Δεν μου έχει μείνει τίποτε άλλο παρά ένα αρνάκι που το βλέπω τώρα εδώ στον κήπο του περιβολιού. Αυτό θα σου φέρω για τάμα, για δώρο στη χάρη σου.»
Κίνησαν με τα πόδια από την Ιστιαία πατέρας και μάνα, δυόμισυ μέρες και νύχτες δρόμο, πότε ο ένας στον ώμο το παιδί, πότε ο άλλος το αρνί. Έφτασαν στον Άγιο Γιάννη κλαίγοντας, έγινε παράκληση μπροστά στο ιερό λείψανο του Αγίου. Είχαν αφήσει το παιδάκι μπροστά στη λάρνακα, παράλυτο όπως ήταν, ξαπλωμένο. Και το αρνάκι το είχαν δέσει μαζί του, εκεί στον Άγιο κοντά. Τη λάρνακα δεν την ανοίξαμε. Παρακολουθήσαμε το γεγονός. Το βράδυ οι γονείς δεν ήθελαν να πάνε να κοιμηθούν σε σπίτι ή σε ξενοδοχείο παρά ήρθαν απ’έξω από την κλειδωμένη πόρτα της Εκκλησίας.
Περασμένα μεσάνυχτα, πάλι ο πατέρας, αυτός που είχε ζητήσει τη θεραπεία του παιδιού από τον Άγιο, κάτι κατάλαβε και σκούντησε το παιδάκι και το φώναξε με το όνομά του.
Ξυπνάει ή γυναίκα του και του λέει:
– Αναστάση, τι ώρα είναι; Γιατί ξυπνάς το παιδί; Τι το θέλεις;
– Σήκω, γυναίκα, κι ο Άγιος έχει κάνει το θαύμα του. Σήκω παιδάκι μου εκεί στην άκρη κοντά στον νάρθηκα ήταν ένα κανάτι με νερό κι ένα κύπελο.
– Σήκω, παιδάκι μου, να μου ρίξεις λίγο νερό, λέει ο πατέρας στο παιδί, για να δει το θαύμα. Και το παιδάκι σηκώνεται όρθιο κι αρχίζει να κάνει τα πρώτα βήματα της ζωής του. Δεν το άντεξαν οι γονείς κι αρχίζουν να φωνάζουν με δυνατές φωνές μέσα στη νύχτα. Μαζεύεται όλο το χωριό κι αρχίζουν να παρακολουθούν τις κινήσεις του παιδιού. Τώρα είναι πια παληκάρι. Γύρω στα 15 με 17 χρόνια έχουν περάσει. Ένα παληκάρι που κάθε χρόνο, με το ίδιο πάντα τάμα, ένα αρνάκι ζωντανό στην αγκαλιά του, πλησιάζει τον Άγιο, του αφήνει το αρνάκι εκεί μπροστά όπως θυμάται από την πρώτη φορά, ασπάζεται πολλές φορές το ιερό λείψανο και πηγαίνει πάλι στον τόπο του.»
Από: «https://oir.gr»