Κάτω από τις ρίζες του ξεκολλημένου, από τον σεισμό, πλατάνου, βρέθηκε εικόνα των Αγιων Μηνά, Βίκτορος και Βικεντίου
Σημείο αναφοράς αποτελεί για τους κατοίκους της Λευκάδας ο ναός των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Μηνά, Βίκτορος και Βικεντίου.
Το χτίσιμο του ναού συνδέεται με θαύμα των Αγίων την ημέρα της κοινής μνήμης τους. Όταν δηλαδή, στις 11 Νοεμβρίου του 1704, σώθηκε η πολίχνη της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) από φοβερό σεισμό.
Διαβάζουμε στο καπιτολάριο της Εκκλησίας:
«1704, Νοεμβρίου 11 ώρα 2 (τά μεσάνυκτα) μνήμη των μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος καί Βικεντίου έγινε ο φοβερός σεισμός οπού έξεκωλήθηκε ο μεγάλος πλάτανος (ύπό κάτω από τήν ρίζαν του ευρέθη κονισματάκι των Αγίων Μηνά καί διά τούτο έγένηκε ή έκκλησία των αγίων…»
Μία ομάδα Λευκαδίων αργότερα, μετά τη θαυμαστή διάσωση του νησιού από τον φοβερό σεισμό χάρη στην παρέμβαση των Αγίων, ζήτησαν από τον «Ανώτερο Προνοητή» (δηλ. τον Ενετό διοικητή) της Λευκάδας μία έκταση γης για να χτίσουν ναό προς τιμήν τους.
Oι τρεις Μεγαλομάρτυρες, oι Άγιοι. Μηνάς, Βίκτωρ καί Βικέντιος, παρ’ όλο που η μνήμη τους τίμάταί την ίδια ημέρα, έζησαν και μαρτύρησαν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο.
Ο Άγιος Μηνάς καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Αρχικά κατάχθηκε στον στρατό και συγκεκριμένα στις τάξεις των Νουμέρων, τα λεγόμενα Ρουταλικά τάγματα. Υπηρετούσε κάτω από τις διαταγές του ηγεμόνα Αργυρίσκου, στο Κοτυάειο της Φρυγίας Σαλουταρίας.
Επειδή όμως ο Άγιος δε δεχόταν να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να εκδηλώνεται με παρρησία και να πλεονάζει, εγκατέλειψε τον στρατό και ανέβηκε σε κάποιο βουνό, όπου καθάρισε τον εαυτό του με νηστείες και προσευχές. Εκεί, στο βουνό, ο Άγιος Μηνάς στερέωσε και ενδυνάμωσε τον εαυτό του με τον πόθο του Χριστού και ανέφλεξε την ψυχή του με ένθεο ζήλο.
Έτσι λοιπόν, οπλισμένος με όπλα πνευματικά, κατέβηκε από το βουνό και αφού στάθηκε ανάμεσα στους ειδωλολάτρες, διακήρυξε με παρρησία ότί ο Χριστός είναί ο μόνος αληθινός Θεός. Οί ειδωλολάτρες εξοργίστηκαν από το γεγονός αυτό καί τον υπέβαλαν σε φρίκτά βασανίστήρία. Συγκεκρίμένα, κακοποίησαν με μαστίγώσείς ολόκληρο το σώμα του καί στη συνέχεία, κατέτρίψαν με χοντρά τρίχίνα υφάσματα τίς σάρκες του που αίμορραγούσαν. Έπείτα, του κατέκαυσαν το σώμα με αναμμένους δαυλούς. Ακολούθως, τον έσυραν γία πολλή ώρα πάνω σε τρίβόλία. Έτσί, ολόκληρο το σώμα του κατατραυματίστηκε καί οί σάρκες του δίασκορπίζονταν.
Τελίκά, ο Αγίος αποκεφαλίστηκε.
Ο Άγιος Βίκτωρ μαρτύρησε στα χρόνία του αυτοκράτορα Αντωνίου (138-161 μ.Χ.). Ήταν στρατίώτης καί υπηρετούσε στην Ιταλία. Από εκεί τον έστείλαν στη Δαμασκό, στα μέρη της Ανατολής.
Εκεί κάποίοί είδωλολάτρες τον κατήγγείλαν σαν Χρίστίανό στον ηγεμόνα της πόλης, Σεβαστίανό. Εκείνος προσπάθησε να τον πείσεί να αρνηθεί τον Χρίστό. Ο Αγίος όμως έμείνε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε ο ηγεμόνας δίέταξε να τον υποβάλουν σε φοβερά βασανίστήρία.
Πρώτα του έσπασαν τα δάχτυλα. Έπείτα τον έρίξαν σε πυρακτωμένο καμίνί. Ο μάρτυρας όμως έμείνε τρία ολόκληρα μερόνυχτα μέσα σ’ αυτό καί βγήκε εντελώς αβλαβής. Ύστερα τον ανάγκασαν να πίεί δηλητήρίο, αλλά δεν του προξένησε καμίά βλάβη. Μάλίστα, μετά απ’ αυτό το θαυμαστό γεγονός, εκείνος που είχε παρασκευάσεί το δηλητήρίο προσχώρησε στην πίστη του Χρίστού.
Παρά ταύτα όμως, τα βασανίστήρία συνεχίστηκαν. Με εντολή του ηγεμόνα, οί δήμίοί απέσπασαν τα νεύρα του αγίου μάρτυρα καί στη συνέχεία τον έρίξαν σε έναν λέβητα με λάδί ζεματίστό. Έπείτα τον κρέμασαν καί του κατέκαψαν με αναμμένους δαυλούς ολόκληρο το σώμα. Κατόπίν του έβαλαν στο στόμα στάχτη με ξίδί. Ακολούθως του έβγαλαν τα μάτία. Μετά απ’ αυτά τον κρέμασαν με το κεφάλί ανάποδα επί τρείς μέρες καί στη συνέχεία τον έγδαραν.
Κατά το τελευταίο αυτό βασανίστήρίο, ο Αγίος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύρίο.
Ο Άγιος ιερομάρτυρας Βικέντιος ζούσε στην Αυγουστούπολη της Ισπανίας. Ήταν διάκονος του επισκόπου Ιλαρίου και δίδασκε μαζί μ’ αυτόν τον λαό.
Για τον λόγο αυτό τους συνέλαβαν και τους δύο oι ειδωλολάτρες και τους οδήγησαν στο κριτήριο του άρχοντα Δατιανού. Εκείνος αμέσως, αφού τους έδεσε τα χέρια με αλυσίδες, πρόσταξε να τους οδηγήσουν στην πόλη Βαλεντία και να τους κλείσουν σε μια ολοσκότεινη δυσωδέστατη φυλακή. Η προσταγή εκτελέστηκε.
Όμως μετά από μερικές μέρες,ο τύραννος έβγαλε από τη φυλακή τον Βικέντιο και πρόσταξε να υποβληθεί σε βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν oι δήμιοι παρέλαβαν τον Άγιο και του καταξέσκισαν με σιδερένια νύχια ολόκληρο το σώμα. Έπειτα τον κάρφωσαν σ’ έναν σταυρό και κακοποίησαν όλα τα μέλκη του σώματός του. Κατόπιν τον απέσπασαν με βία από τον σταυρό και του στρέβλωσαν τα άκρα, τον μαστίγωσαν και τον κατέκαψαν στα πλευρά. Ακολούθως, αφού του εξάρθρωσαν όλο το σώμα, του έβαλαν πάνω στο στήθος πυρακτωμένες σιδερόβεργες. Μετά απ’ αυτά τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου αξιώθηκε να δεχτεί θεία και αγγελική βοήθεια.
Ενώ δε ο Άγιος Βικέντιος βρισκόταν στη φυλακή, παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.
Έτσι και oι τρεις Άγιοι αξιώθηκαν να λάβουν το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Η μνήμη τους τιμάται στις 11 Νοεμβρίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος Δʹ
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται ὅτι ἐδέξατο Τριάδος τύπον τριττόν, Μηνᾶν τόν ἀοίδιμον, ἅμα τε Βικεντίῳ Βίκτορα τον γενναῖον· οὗτοι γάρ ἐν σταδίῳ καταπτύσαντες πλάνην εἰλήφασιν ἐπαξίως τούς στεφάνους τῆς νίκης· Χριστῷ ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.
(Ερμηνεία απολυτικίου: Το σύνολο των Μαρτύρων χαίρεταί πάρα πολύ σήμερα, δίότί δέχθηκε (στίς τάξείς του) το τρίπλό αποτύπωμα της Αγίας Τρίάδας: τον άξίο να υμνείταί Μηνά καί μαζί με τον Βίκτορα τον Βίκέντίο. Δίότί αυτοί, αφού κατέπτυσαν στο στάδίο την πλάνη (των είδώλων), έλαβαν όπως τους άξίζε τα στεφάνία της νίκης καί πρεσβεύουν πάντοτε στον Χρίστό για χάρη μας.)