
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ!»
Ἀσύλληπτο τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει θεὸ τὸν πεσμένο καὶ ἐξαχρειωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ
κοσμοϊστορικὸ αὐτὸ γεγονός.
Νά σκεφθοῦμε τί; Νὰ σκεφθοῦμε ποιὸν θὰ ὑποδεχθοῦμε. Δηλαδὴ νὰ συνειδητοποιήσουμε πρῶτα, ὅτι ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ παντοδύναμος Θεός, ἔρχεται ἀνάμεσά μας.
Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι τὸ πῶς θὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε. Ὁ ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν καθαρὴ συνείδηση καὶ τὴν ἁγνὴ καρδιά, εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος τόπος, ὅπου ἐπαναπαύεται ὁ Θεός.
Αὐτὸ ἄλλωστε φανερώνουν καὶ τὰ γεγονότα, ποὺ ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε.
Ἡ πρώτη κατηγορία ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποδεικνύεται ἀνάξια νὰ ὑποδεχθεῖ τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, τὸν Σωτήρα Κύριο. Ὁ Ἡρώδης καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι οὔτε καθαρὴ συνείδηση οὔτε ἁγνὴ καρδιὰ διαθέτουν.
Μέσα στὴν σκοτεινὴ ψυχή τους φωλιάζει ὁ ἐγωισμός, τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, τῆς ὑποκρισίας, τὰ αἰώνια αὐτὰ ἐμπόδια ποὺ φράσσουν τὸν δρόμο πρὸς τὴ φάτνη. Βλέπουν τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν θέλουν νὰ τὴν παραδεχθοῦν. Ρωτάει ὁ Ἡρώδης «ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» ὄχι ὅμως γιὰ τὸν Τὸν προσκυνήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ Τὸν θανατώσει.
Ἐρευνοῦν «οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς τοῦ λαοῦ» τὶς θεῖες Γραφές, ψάχνουν τοὺς Προφῆτες καὶ ἀποφαίνονται μὲ τὸ προφητικὸ στόμα τοῦ Μιχαία ὅτι «ἐκ Βηθλεὲμ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ». Οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν ὠφελοῦνται. Μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴ φάτνη. Μακριὰ ἀπὸ τὰ χαρμόσυνα δοξαστικὰ τῶν ἀγγέλων.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει πάντοτε. Δὲν ἀρκεῖ ἡ θρησκευτικὴ γνώση. Δὲν φθάνει νὰ γνωρίζουμε ποῦ βρίσκεται ἡ Βηθλεέμ. Χρειάζεται ἡ θερμὴ διάθεση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ βαδίσουμε μὲ καθαρὴ καρδιὰ τὸν δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας.
Γιὰ νὰ βαδίσουμε τὸ στενὸ καὶ ἀνηφορικὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, πρέπει νὰ ἀποθέσουμε τὸν «ὄγκον τῆς εὐπερίστατης ἁμαρτίας», τὸ βάρος τοῦ ἐγωισμοῦ. Γιὰ νὰ μποῦμε στὴ φάτνη Ἐκείνου, ποὺ «ἐταπείνωσεν τὸ ἀταπείνωτον ὕψος Του» πρέπει πρῶτα νὰ ταπεινωθοῦμε.
Ἀλλὰ ἂν ὁ ἐγωισμὸς ἐμποδίζει νὰ πλησιάσουμε τὸν Ἰησοῦ, οἱ ταπεινὲς καὶ οἱ ἁπλὲς καρδιές, χθὲς καὶ σήμερα, εἶναι τὸ προσφιλὲς οἴκημα, στὸ ὁποῖο εὐαρεστεῖται νὰ κατοικεῖ ὁ ταπεινὸς Κύριος. Καὶ τέτοιες καρδιὲς διέθεταν οἱ Ποιμένες.
Αὐτοὺς ἐπισκέπτεται ὁ ἄγγελος, γιὰ νὰ τοὺς φέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. Αὐτοὺς «δόξα Κυρίου περιέλαμψε». Καὶ γίνονται μὲ τὸ ταπεινὸ παράδειγμά τους ὁδηγοί, στὴν ἀσέληνη νύχτα τῆς ἀπιστίας, σὲ ὅσους ποθοῦν νὰ βροῦν τὴν Φάτνη.
Πλάι στοὺς ταπεινοὺς βοσκοὺς ἔχουμε καὶ τοὺς Μάγους, τοὺς σοφοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ σοφία τους δὲν τοὺς ξιπάζει. Εἶναι ταπεινοί. Ἐρευνοῦν καὶ ἀναζητοῦν μὲ καθαρὸ μάτι καὶ ἁγνὴ καρδιά.
Οἱ καπνοὶ τοῦ ἐγωισμοῦ δὲν τοὺς κλείνουν τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῆς ψυχῆς. Παρατηροῦν τοὺς ἀστέρες καὶ βλέπουν τὸν ἀστέρα καὶ διὰ μέσου τῆς ἐπιστήμης τους ἀντικρίζουν τὸν Δημιουργὸ καὶ φθάνουν στὴ φάτνη. Ἡ ἐπιστήμη τους ἀναπτύσσεται πρῶτα ἀπὸ ὅλα στὸ γόνιμο ἔδαφος τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς τους.
Σοφοὶ ἀλλὰ καὶ ταπεινοί. Νὰ τὸ μυστικό τους. Σ᾽ αὐτὲς τὶς ψυχὲς φανερώνεται ὁ Θεός. Ζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν τοὺς ἀποκαλύπτεται τὴν δέχονται ὅπως εἶναι, ἔστω καὶ ἄν ἀνακλίνεται σὲ ταπεινὴ φάτνη καὶ περιβάλλεται μὲ φτωχικὰ σπάργανα.
Δὲν σκανδαλίζονται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἀσημότητα. Τί βλέπουν; Ὄχι καλλιμάρμαρα ἀνάκτορα. Μόνο ταπεινὸ κατάλυμα, σπαργανωμένο βρέφος καὶ φτωχὴ μητέρα. Καὶ ἐκεῖ ἀποθέτουν ὄχι μόνο τὰ δῶρα τους, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὴν καρδιά τους.
«ΖΩΗ»
Ὀρθόδοξον Χριστιανικὸν Περιοδικόν
Ἔτος 104ον – Δεκέμβριος 2014
Από τη σελίδα: «το σπιτὰκι τῆς Μέλιας»