
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Από μικρός μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος να βοηθηθῆ, για να συλλάβη τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς…»
Γέροντα, πῶς ἡ μητέρα σας που ήταν τόσο ευαίσθητη καὶ σᾶς ἀγαποῦσε, σᾶς ἔδωσε ἀπὸ τὰ πρώτα παιδικά χρόνια αὐστηρὴ ἀγωγή;
Από μικρός μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος να βοηθηθῆ, για να συλλάβη τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς καὶ νὰ χαίρεται σωστά. Ὅταν ἤμουν μικρός, τὰ περνοῦσα τὰ παιδιὰ στὸ τρέξιμο. Ἐκεῖνα δὲν μὲ ἄφηναν να τρέξω, μὲ ἔδιωχναν. «Προσφυγόπουλο» μὲ ἔλεγαν. Πήγαινα μετὰ στὴν μάνα μου με κλάματα. «Τί ἔχεις καὶ κλαῖς;», μοῦ ἔλεγε εκείνη. «Δεν μ’ ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ τρέξω», τῆς ἔλεγα. «Θέλεις νὰ τρέξης; Νά αυλή, τρέξε. Γιατί θέλεις να τρέχης ἐκεῖ, γιὰ νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ σοῦ λένε μπράβο. Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια».
Αλλη φορὰ ἤθελα νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι καὶ δὲν μὲ ἄφηναν τα παιδιά. Πήγαινα πάλι στην μάνα μου κλαίγοντας. «Τί ἔγινε, γιατί κλαῖς πάλι;», με ρωτοῦσε. «Δὲν μ’ ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι!», τῆς ἔλεγα. «Αὐλὴ μεγάλη ἔχουμε, τόπι ἔχεις, παίξε ἐδῶ. Τί θέλεις νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ σὲ καμαρώνουν; Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια».
Τότε σκέφθηκα: «Δίκαιο ἔχει ἡ μητέρα». Ἔτσι σιγά-σιγὰ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τρέχω οὔτε νὰ παίζω τὸ τόπι μπροστά στον κόσμο, γιατὶ κατάλαβα ὅτι αὐτὸ εἶχε μέσα ὑπερηφάνεια καὶ ἔλεγα: «Πράγματι, τί χαμένα πράγματα! Δίκαιο ἔχει». Ὕστερα τόσο πολὺ δὲν μὲ πείραζε, πού, ὅταν ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ τρέχουν, νὰ χτυποῦν τὸ τόπι καὶ νὰ καμαρώνουν, γελοῦσα καὶ ἔλεγα «τί κάνουν;», καὶ ἤμουν μικρό παιδί· τρίτη Δημοτικοῦ πήγαινα. Μετὰ ζοῦσα μια φυσιολογικὴ ζωή.
Ἔτσι τώρα, ἂν μου πουν «τί προτιμᾶς, νὰ ἀνεβῆς Αὔγουστο μήνα ξυπόλυτος στὸν Αθωνα μέσα στα πουρναρόφυλλα ἢ νὰ πᾶς σὲ μιὰ τελετὴ ποὺ θὰ σοῦ φορέσουν μανδύα κ.λπ.;», θὰ πῶ ὅτι προτιμῶ νὰ πάω ξυπόλυτος στον Αθωνα. Ὄχι ἀπὸ ταπείνωση, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸ μὲ ἀναπαύει.
Από το βιβλίο: «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ» ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ