
ΩΣΤΕ, ΔΕ ΜΕ ΞΕΡΕΙΣ ΠΕΤΡΕ;
«Οὐκ οἶδα τί λέγεις»….
«καί πάλιν ἠρνήσατο μεθ’ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον»….
«τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν
ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον»…
Ὥστε… «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον», Πέτρε;
Μαζί μου δέν ἔφαγες σ’ ἐκεῖνο τὸ Δεῖπνο; Μαζί μου δέ συναναστράφηκες; Μαζί μου δέ μίλησες; Σύ δέ μ’ ἄκουσες να διδάσκω; Μαζί δέν περάσαμε την τρικυμία; Σύ δέν ἤσουν πού περπάτησες στην επιφάνεια τῆς θάλασσας ὅταν ἐγώ σε κάλεσα;Ἐγώ δέν ἤμουν, πού σέ κράτησα, ἐνῶ βυθιζόσουν στη θάλασσα;
Εσύ δέν ἤσουν πού μόλις προ ολίγου με διαβεβαίωνες ότι
«εί πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγώ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι»;
-Γιατί, Πέτρε, γιατί; Τόσο λοιπόν ἀγαποῦσες τον Διδάσκαλό σου;
-Όχι, Κύριε, ὄχι καί τό ξέρεις, συγχώρα μου τήν ἀδυναμία…
«Καὶ ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς».
Πόσες φορές, μικρέ μου φίλε, δέν ἔχουμε λυπήσει τον Κύριό μας, μέ τό νά Τόν ἀρνιόμαστε; Πόσες φορές περνώντας μπροστά από ένα ναό, δέν κάνουμε ἁπλά καί σωστά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Μήπως δέν εἶναι μιά ἄρνηση αὐτό; Πόσες φορές σε μια παρέα φίλων μας ντραπήκαμε να πάρουμε το μέρος τοῦ Χριστοῦ; Δέν εἶναι ἄρνηση αυτό;
Πόσες φορές δέν κακολογήσαμε, δέν συκοφαντήσαμε, δέν είπαμε ψέματα, δὲ λυπήσαμε μέ τή συμπεριφιρά μας τούς γονεῖς μας; Δέν εἶναι ἄρνηση αὐτό σέ ἐντολή τοῦ Κυρίου μας; Πόσες φορές, λοιπόν, δέν τόν ἀρνηθήκαμε καί δέν τόν ἀρνιούμαστε καθημερινά, μέ τό κάθε τί τό ἄσχημο που λέμε ἢ πού κάνουμε;
Καί ἐκεῖνος μέν, ὁ Πέτρος, Τόν ἀρνήθηκε μόνο τρεις φορές καί ἀφοῦ…
«ἔκλαυσε πικρῶς» ἐπανῆλθε στη χορεία τῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ καί ἀξιώθηκε νά γίνει κορυφαῖος Ἀπόστολος.
Ἐμεῖς ὅμως πού καθημερινά Τόν ἀρνιόμαστε; Τουλάχιστον μετανοοῦμε, κλαῖμε πικρά, αἰσθανόμαστε τη μικρότητά μας;
Ἐκεῖνος μᾶς περιμένει! Πάντα μᾶς περίμενε, έτοιμος να συγχωρήσει ἀπό τό μικρότερο
παράπτωμα ὡς τό μεγαλύτερο και στυγερότερο ἔγκλημα!
Ἐμπρός, λοιπόν, τί κάθεσαι; Μᾶς περιμένει!
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΔΑΣΙΓΕΝΗΣ, ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ (από πολυγραφημένο έντυπο τῶν κατηχητικών Αγίου Βασιλείου Πειραιά, 1986)
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ – ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΡΠΑΘΟΥ ΚΑΙ ΚAΣOY